συναναμίγνυμι

συναναμίγνυμι
ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι]
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α
θήν.)
2. παθ. συναναμίγνυμαι
α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)
β) συντάσσομαι, προσχωρώ
γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις
δ) (για πράγμ.) είμαι ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναναμεμιγμένα — συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl συναναμεμιγμένᾱ , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc/acc dual συναναμεμιγμένᾱ , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) συναναμεμῑγμένα , συναναμίγνυμι perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμέναι — συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc pl συναναμεμιγμένᾱͅ , συναναμίγνυμι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) συναναμεμῑγμέναι , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc pl συναναμεμῑγμένᾱͅ , συναναμίγνυμι perf part mp fem dat sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένον — συναναμίγνυμι perf part mp masc acc sg συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένων — συναναμίγνυμι perf part mp fem gen pl συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf part mp fem gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένην — συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) συναναμεμῑγμένην , συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) συναναμεμῑγμένην , συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένοι — συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl συναναμεμῑγμένοι , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl συναναμεμῑγμένοι , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένος — συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg συναναμεμῑγμένος , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg συναναμεμῑγμένος , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένους — συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl συναναμεμῑγμένους , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl συναναμεμῑγμένους , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμεμιγμένῳ — συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg συναναμεμῑγμένῳ , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg συναναμεμῑγμένῳ , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναμίσγεσθε — συναναμίγνυμι pres imperat mp 2nd pl συναναμίγνυμι pres ind mp 2nd pl συναναμίγνυμι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”